καταζητούμενος

καταζητούμενος
buscat

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταζητώ — (AM καταζητῶ, έω) νεοελλ. 1. (για αστυνομική ή δικαστική αρχή) αναζητώ επίμονα, καταδιώκω για σύλληψη ύποπτο ή ένοχο ο οποίος διαφεύγει 2. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) καταζητούμενος, η, ο αυτός που καταδιώκεται για να συλληφθεί μσν. 1. ερευνώ,… …   Dictionary of Greek

  • Μανδηλαράς, Νικηφόρος — (Νάξος 1928 – Ρόδος 1967). Νομικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Παράλληλα με την άσκηση της δικηγορίας, ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία, το 1963 μάλιστα εξέδωσε τα Ναξιακά Χρονικά και στη συνέχεια Κυκλαδικά… …   Dictionary of Greek

  • καταζητούμαι — βλ. πίν. 74 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: καταζητούμαι : η μτχ. ενεστώτα καταζητούμενος χρησιμοποιείται ευρύτατα ως ουσιαστικό …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”